Τα
τελευταία τέσσερα βιβλία του Βασίλη
Βασιλικού είναι αυτοβιογραφικά και
στηρίζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους
στην ιδιαίτερη πατρίδα του την
Θάσο , στην οποία πάντα επιστρέφει για να θυμηθεί τους προγόνους του και
να κάνει μια αναδρομή στη ζωή τους. Ο
ίδιος ο Βασιλικός πίστευε, όπως και ο
Θανάσης Βαλτινός, ότι ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται πάντα και ότι η ζωή του ή
στοιχεία από αυτήν περνά πάντοτε στην όποια μυθοπλασία του. «Γράφοντας γεμίζω
και είναι το μόνο που με γεμίζει»
εξομολογείται στα γραφτά του και συνεχίζει αλλού « Είμαι ευτυχής που γύρισα
στο νησί μου . Γράφω γιατί είμαι ευτυχισμένος που το κατοικώ» και παρακάτω
συνεχίζει: «Διαβιώ εν Θάσω, πένης μεν, πλην ευτυχισμένος, με τον αέρα, το βουνό
,τη θάλασσα, με τους εδώ φίλους μου, με αστυνομικά και με τα βιβλία του Αντρέ Ζιντ»
Ο Βασιλικός έγραφε κάθε
ημέρα, επί οκτώ ή δέκα ώρες την ημέρα, ωράριο συγγραφέα πλήρους
απασχόλησης, και δεν το έκανε, ούτε μια ή δυο εποχές, ή και ως διάλλειμα για να
ριχτεί ξανά στη ζωή, αλλά πάντα και ανεξάρτητα από τον τόπου που βρισκόταν. Και
στη Θάσο έγραφε πυρετωδώς, αν και ηλικία του ήταν πια περασμένη. Κατέβαινε για
διάλειμμα στο καφενείο του Τσίκνα για να πιάσει κουβέντα με τους υπέργηρους συμπατριώτες
του και να πιει έναν καφέ κι έφευγε για να συνεχίσει.
Το ημερολόγιο της Θάσου, εδώ γράφηκε τα καλοκαίρια από το 2009 μέχρι και το 2013. Ο ίδιος στο βιβλίο του απομυθοποιεί τους πάντες, με πρώτον τον εαυτό του. Ο Βασιλικός δεν καλλιλογεί με τους ήρωές του. Έχει μάθει από πολύ νωρίς ότι δεν είναι λογοτεχνική ατέλεια να τους χαρίζεσαι, αλλά έλλειμμα ταλέντου. Αλλά και συνεχίζει «Για να εξορύξω το χρυσάφι από τα έγκατα της γης μου, πρέπει να στριμωχτώ. Αλλιώς όλα ακραγγίζουν της ηθογραφίας» Εκκινώντας από τη Θάσο έχει διασχίσει πολλές φορές την υφήλιο και κάθε φορά μάθαινε νέα πράγματα. Μικρές ιστορίες από την ζωή του μπλέκουν με τις αγάπες του που δεν τον άφησαν μέχρι το τέλος , όπως τον Αντρέ Ζιντ, τα ταξίδια του στον κόσμο και τις συναντήσεις με τις κορυφαίες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου και της πολιτικής.
Ο ίδιος
θεωρούσε το νόμπελ της
συγγραφικής του σταδιοδρομίας την τελετή βάφτισης της Δημοτικής
Βιβλιοθήκης Καβάλας με το όνομά του και επαιρόταν για αυτό. Στη Θάσο ανακάλυπτε
τον βαθύτερο εαυτό του και αυτό τον
έκανε να μην αποκόπτεται ποτέ. Έφερε, το καλοκαίρι του 1981, τον Στέλιο
Καζαντίδη στη Θάσο για να τον παντρέψει
στον Θεολόγο και να βγουν στη συνέχεια για ψάρεμα. Κατά καιρούς μέσα από την μυθοπλασία του
ξεσήκωνε φιγούρες του Θεολόγου και του Ποτού και τους καθιστούσε ήρωές του ,
συνομιλώντας μαζί τους και καθιστώντας τους «αθάνατους» μέσα από τα γραπτά
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου