Broadway - New York : Η Jane Fonta μας «υπογράφει» επάνω στο πρόγραμμα της παράστασης ……

Welcome to my blog
“ Το ταξίδι , όπως και η αγάπη , εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψουμε το όνειρο σε πραγματικότητα.” Alain de Botton Ελβετός συγγραφέας

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

AΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΔΙΑΒΑΖΩ" ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟ


O Κοσμάς Χαρπαντίδης συμμετέχει με το κείμενο του "Αποσυμπιέζοντας την έμπνευση" στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω ( τεύχος Απριλίου 2011) για το Βασίλη Βασιλικό. Ο Βασίλης Βασιλικός ξεχωρίζει δικαιωματικά, εντασσόμενος στους «σύγχρονους κλασικούς» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και στους λίγους Έλληνες συγγραφείς που ξεπέρασαν τα στενά γεωγραφικά και γλωσσικά όρια. Παράλληλα με τη συγγραφική του ιδιότητα, ο Βασίλης Βασιλικός εμφάνισε μία πολυσχιδή δραστηριότητα που ξεπερνά κατά πολύ το ογκώδες λογοτεχνικό του έργο. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται εδώ είναι η έμπρακτη απόδειξη μιας απόπειρας να αποσπαστεί «μέρος του όλου της επικράτειας» από τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, ταυτόχρονα όμως αποτελούν και ένα «πορτρέτο του συγγραφέα», φιλοτεχνημένο από την εμπειρία της ανάγνωσης, αλλά και της φιλίας. Επιμέλεια αφιερώματος: Κώστας Θ. Καλφόπουλος – Αλέξανδρος Σαΐνης. Γράφουν οι: Αλέκος Φασιανός, Μένης Κουμανταρέας, Χριστόφορος Λιοντάκης, Άρης Μαραγκόπουλος, Δημήτρης Τζιόβας, Θανάσης Αγάθος, Δημήτρης Ροζάκης, Νατάσα Χατζιδάκι, Ελένη Τορόση, Χρήστος Α. Χωμενίδης, Τάκης Παπαγιαννίδης, Κοσμάς Ι. Χαρπαντίδης, Γεσθημανή Καρατζαφέρη, Γεωργία Μ. Πανσεληνά – Μιχάλης Σόβολος.


Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Ο συγγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης

 
 
 
 
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας, αλλά μεγάλωσε στην Καβάλα, όπου ζει από το 1964 και μέχρι σήμερα. Σπούδασε νομικά και δικηγορεί από το 1986.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1983, μέσα από το περιοδικό Νέα Πορεία, ενώ ανήκε στην συντακτική επιτροπή των λογοτεχνικών περιοδικών της Καβάλας Σκαπτή Υλη και Υπόστεγο.

ΓΡΑΠΤΑ
-Το 1993 τα αφηγήματα Μανία πόλεως (εκδόσεις Επικαιρότητα). Το 2005 από το βιβλίο του αυτό απόσπασμα με τον τίτλο Χαλασμένες γειτονιές συμπεριλήφθηκε στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της δευτέρας τάξης του Γυμνασίου.
-Το 1995 τα διηγήματά του με τον τίτλο Οι εξοχές των νεκρών ( εκδόσεις Νεφέλη).
-Το 1997 το θεατρικό αναλόγιο Ταξίδι με θέα τη θάλασσα, για το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.
-Το 2002 τα διηγήματα με τον τίτλο το έκτο δάχτυλο(Κέδρος), το οποίο επιλέχτηκε ανάμεσα στα δέκα επικρατέστερα βιβλία διηγημάτων του 2002 για το βραβείο διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω».
-To 2006 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του με τίτλο Τα δώρα του πανικού( Κέδρος) - υποψήφιο για βραβείο μυθιστορήματος 2006 στις μικρές λίστες (short lists) του περιοδικού « Διαβάζω» και του περιοδικού «Δέκατα».
-Το 2010 κατά παραγγελία του Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας έγραψε το αναλόγιο ο Γιώργος Χειμωνάς περιηγείται στο όρος Σύμβολον.
- Το 2010 έγραψε και επιμελήθηκε το φωτογραφικό άλμπουμ Καβάλα- Θάσος των εκδόσεων Μίλητος, που εκδόθηκε την ίδια χρονιά.
Eίναι μέλος της εταιρίας συγγραφέων από το 2004.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ
Για το έργο του Κοσμά Χαρπαντίδη έχουν γράψει κατά καιρούς οι: ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο Βήμα της Κυριακής, ο Παντελής Μπουκάλας στην Φιλολογική Καθημερινή της Τρίτης, η Ελισάβετ Κοτζιά στην Καθημερινή της Κυριακής, η Μάρη Θεοδοσοπούλου στο Βήμα, Γ.Δ. Παγανός στα περιοδικά Γράμματα και Τέχνες και το Αντί, ο Ευριπίδης Γαραντούδης στα Νέα του Σαββάτου και στο Εντευκτήριο, η Μαρία Στασινοπούλου, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Γρηγόρης Πεντζίκης σε διάφορα άλλα περιοδικά.
Εργοβιογραφικό λήμμα για αυτόν έχει περιληφθεί στο Λεξικό της Νεοελληνικής λογοτεχνίας και αναφέρεται στην Ιστορία της Ελλάδας των νεωτέρων χρόνων.
Στις 23 Απριλίου του 2007 ο Ορχήστρα των Χρωμάτων σε καλλιτεχνική επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου παρουσίασε στο ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη της Αθήνας μια βραδιά αφιερωμένη στα πεζά του, σε πρωτότυπη μουσική επένδυση του Στάθη Γυφτάκη και με τον γενικό τίτλο «Με πανσέληνο».
Κείμενά του, κατά καιρούς, δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Αυγή(όπου για ένα διάστημα αρθογράφησε για θέματα βιβλίου και πολιτισμού), Ελευθεροτυπία και στα περιοδικά Εντευκτήριο, Παρατηρητής, Δέντρο, Γιατί κ.α.
Εχει προσφέρει αμισθί τις υπηρεσίες του κατά καιρούς στο παρελθόν στο Δημοτικό Ωδείο(1986-1990), την Δημοτική Βιβλιοθήκη(1990-1995), ως Πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας (1995-1997 ) και στη συνέχεια, ως Πρόεδρος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας ( 2007-2010). Επιμελήθηκε, χωρίς αμοιβή, δέκα έξι βιβλία τοπικού ενδιαφέροντος από την Δημοτική Βιβλιοθήκη και τις εκδόσεις του Ιστορικού αρχείου του Δήμου Καβάλας.
Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.


ΔΙΗΓΗΜΑ

Πιστοποίηση συναισθημάτων*

Δεν ζούσε την ζωή της, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι.
Ζούσε την ζωή της μέσα από την δική του. Χάρη στην δική του ζωή.
Και όχι του άντρα της, αλλά του εραστή της.
O άντρας της την είχε απομονώσει σιγά-σιγά στο νοικοκυριό της με τα τρία παιδιά, που της έκανε απανωτά για να μην την αφήνουν να βγαίνει από το σπίτι. Δεν ήθελε να ακούσει για δουλειά εκτός. Αχρηστο της έμεινε το πτυχίο της νηπιαγωγού. Οσο κι αν την πείραζε, δεν μπορούσε να το αλλάξει. Τι αντιρρήσεις να έχει άλλωστε, όταν της εξασφάλιζε όλα τα απαραίτητα και την τοποθέτησε σα μια καλοστημένη κλώσα στο σπιτικό του;
Η ακινησία το πρώτο προτέρημά της, η ενσωμάτωσή της μέσα στην σπιτική πανίδα το δεύτερο.
Όμως του το κράτησε.
Μόλις ανέστησε τα παιδιά της και το τρίτο άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, αποφάσισε να βγαίνει από το σπίτι και να εμπλουτίζει την ζωή της με εμπειρίες. Τον γνώρισε εύκολα. Την κυνήγησε και ενέδωσε. Στην αρχή δεν μιλούσε καθόλου στην διάρκεια του έρωτα, μόνο τον άφηνε να την τεμαχίζει και να την καταπίνει. Εκείνος εφάρμοζε τεχνικές της δουλειάς του. Ερχόταν από πάνω της, ενώ είχε διαμορφώσει το περιβάλλον εργασίας, όπου θα εκινείτο. Εψαχνε να επιβεβαιώσει ότι το προϊόν συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις και την κλίμακα, που είχε θέσει ο ίδιος, το ανώτατο όργανο αξιολόγησης. Εφάρμοζε την τεχνική των πιστοποιήσεων, της δουλειάς του δηλαδή,βήμα προς βήμα.
Στην αρχή την ζάλιζε με τα λόγια του.
Της έλεγε ότι την ήθελε για δική του, μόνιμα, πως ονειρευόταν να συγκατοικήσουν, να ξαπλώνουν μαζί στο κρεβάτι, να σηκώνονται αγκαλιά το πρωί, να εκτονώνει τις πρωινές του στύσεις, τις καλύτερές του, που ποτέ δεν μοιράστηκε μαζί της, να αντιμετωπίζουν την ζωή σαν ευτυχισμένο ζευγάρι.
Οσο κι αν νόμιζε ότι δεν γινόταν πιστευτός και εκείνη τον αντιμετώπιζε πάντα με μια έντονη καχυποψία, ανάμικτη με μια ειρωνεία, μπορεί και δυσπιστία, εν τούτοις δεν σταματούσε το λεκτικό λουτρό της επιβεβαίωσης και της εφόρμησης για να την κατακτήσει.Στη συνέχεια και ενώ για δύο τρία λεπτά σταματούσε και τον έχανε αυτός έθετε σε κίνηση το δεύτερο πλάνο πιστοποίησης. Δεν ξεκινούσε με φιλιά, αλλά από τα πόδια της. Από εκεί της μετέδιδε το ρίγος του δικού του σώματος κι ανέβαινε μεθοδικά κι αργά προς τα επάνω, επιλέγοντας την τέλεια στάση. Να κουμπώσουν τα σώματα. Μόλις ήλεγχε την κατάλληλη στάση και πόσο εφαρμοστά ήταν τα δύο σώματα, τότε με τον δικό του, γήινο και λασπωμένο τρόπο, ενωνόταν μαζί της. Ανάβλυζε μέσα της το συναίσθημα, ερεθιζόταν μέχρι παροξυσμού, ξεχνούσε την ολότελα κλειστή ζωή της, ξεσπούσε μέσα της μια δύναμη κι ένας κρουνός χυνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις.
-Είσαι η καλλίτερη απόδειξη ότι οι πιστοποιήσεις έχουν εφαρμογή και στον έρωτα.
Μέχρι να τον ξανασυναντήσει έχανε το μυαλό της, λειτουργούσε σαν υπνωτισμένη, απουσίαζε συνεχώς από την πραγματικότητα. Αναζητούσε τις τακτικές του και την συγκινούσε ότι την καθυπόταξε πλήρως, ώστε να ανέχεται τα πειράματά του και γιατί όχι να τα επιζητεί. Την ήλεγχε πλήρως, σε αντίθεση με τον άντρα της, που την λυπόταν, γιατί βυθιζόταν μέρα με την μέρα στον δικό της κόσμο, παραμένοντας ανενεργή κι άχρηστη για τους άλλους. Μια γυναίκα που δεν παρήγαγε έργο, που αμελούσε, που δεν επικεντρωνόταν στα παιδιά, που έφτιαχνε ένα φαγητό με το ζόρι.
Το μυαλό της ήταν πάντα στο σώμα του.
Στο παλιό ξενοδοχείο του εχέμυθου πελάτη του έμπαιναν από την πίσω πόρτα, λαμβάνοντας χίλιες προφυλάξεις. Οσο κι αν δεν ήταν συχνές οι συναντήσεις τους, εκείνη μοιρολατρικά πίστευε πως κάποια στιγμή κάποιος θα τους έβλεπε και τότε θα ερχόταν το τέλος. Παντρεμένοι κι οι δυο.
Πιο πολύ τον φαντασιωνόταν, παρά τον έβλεπε, γιατί έπρεπε να συντονιστούν πολλά δεδομένα για να τον συναντήσει ερωτικά.
Κι όμως δεν ξεθώριαζε η έλξη της γι’ αυτόν. Η επιθυμία της, για πρώτη φορά χρωματισμένη και υλοποιημένη σαν ένα ολόγραμμα ή σαν μια παράσταση ιριδίζουσα στον κορμό του, στα μπράτσα και τα στήθη του, στην πλάτη του, στα μπούτια του, στο μόριό του, της άνοιγε το περισκόπιο του κόσμου. Ναι, συναισθανόταν τα πράγματα βαθιά μέσα της κι αυτή η συναίσθηση, που έδινε χρώμα και ζωή στα άψυχα, ξεκινούσε από εκείνον. Ο,τι είχε σχέση με εκείνον ενέτεινε όλες τις αισθήσεις της στο μέγιστο για να το συλλαμβάνει. Για τίποτα άλλο δεν ζούσε. Το σώμα της σταδιακά, κοντά του μετατρεπόταν σ’ένα εργαλείο, για να μαθαίνει το σώμα του.
Εργαλιοποιήθηκε.
Γιατί έτσι την ήθελε εκείνος. Κι ήταν η μόνη, που το αποδέχθηκε. Καθώς βυθιζόταν μέσα της, αυτή επικοινωνούσε με τις άλλες γυναίκες που προηγήθηκαν στη ζωή του. Τις συναντούσε αραδιασμένες γύρω από μια εστία ή από ένα τραπέζι να της πιάνουν την κουβέντα ή να της μιλούν σε μεγάλες μοναχικές βόλτες, κάτω από παραθαλάσσια πεύκα κι ήρεμη θάλασσα του απογεύματος. Ηταν σαν να ταξίδευε μαζί με όσες προηγήθηκαν κι άφησαν ίχνη στο σώμα του. Ηξερε τόσα και μάντευε περισσότερα,που αυτός θα τρόμαζε αν του τα έλεγε ποτέ. Κι είχε την πεποίθηση πως όλα ήταν αληθινά. Τα ταξίδια του στα σώματα των άλλων της πρόσφεραν τον πόνο ότι δεν της ανήκε αποκλειστικά. Ανακουφιζόταν μόνο με την ιδέα ότι μέσα από την δική της ηδονή συνδιαλεγόταν μαζί τους.
Αναρωτήθηκε κάποτε γιατί μια σύντροφός του τον άλειψε με λάδι μαγειρικό, χαμηλής ποιότητας, προκειμένου να εισχωρήσει ευκολότερα. Κι αυτό γιατί την ενοχλούσε η μυρωδιά του λαδιού, που τον συνόδευε ώρες αφότου τελείωσε μαζί της. Δεν του χαλάλισε κάτι καλλίτερο; Η μυρωδιά της έφερνε στον νου κάτι ταινίες ασπρόμαυρες, με τους μαυραγορίτες της κατοχής, που για ένα μπουκάλι λάδι απαιτούσαν πήδημα πεινασμένα κορίτσια, που χτυπούσαν συνωμοτικά τις πόρτες τους και εκείνοι τους άνοιγαν αθόρυβα, για να μην τους πάρει μυρωδιά η γυναίκα τους.
Δεν ήθελε να τον βλέπει βράδια, όχι μόνο γιατί δεν έβρισκε εύκολα δικαιολογίες,αλλά και γιατί δε ήθελε να την αναστατώνει. Μετά όταν γύριζε στο σπίτι της κάθε κύτταρο ήταν τόσο ξεσηκωμένο από τις τεχνικές του, ώστε δεν της κολλούσε ύπνος μέχρι τις μικρές ώρες. Σερνόταν για ώρες στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Στη συνέχεια παρατήρησε ότι όλες οι αισθήσεις μετά την πιστοποίησή του λειτουργούσαν στο έπακρο, η ζωή αποκτούσε νέες διαστάσεις, προσλαμβανόταν σε μεγαλύτερη ενάργεια κι όλες οι αισθήσεις κινητοποιούνταν στο έπακρο. Τεταμένες η όσφρηση, η γεύση, η αφή.
Ένα πρωί που της δινόταν χωρίς όρεξη πήρε την μυρωδιά μιας χυδαίας ξανθιάς, με φουσκωμένο μαλλί που θαρρείς και τον βούτηξε ολόκληρο μέσα στον καφέ της. Όμως τι να περιμένει κανείς` όσο αυξανόταν το κίτρινο επάνω τους και το έντονο μέικ απ άσπριζε πρόσωπα, για να είναι ασορτί, τόσο περισσότερο βάραιναν στην ζυγαριά της φτήνιας. Κι όμως και παρά το γεγονός ότι ενέδιδε σε ρετάλια και δεν έστεργε να την έχει αποκλειστικά εξώγαμη, σε αντίθεση με την αφοσίωση εκείνης, ωστόσο της έδινε δύναμη, για να φορτώνεται ατάραχα τα πανομοιότυπα στιγμιότυπα μιας καθημερινότητας κλειστής και να αντέχει. Του αναγνώριζε ότι της χάριζε την αταραξία της καθημερινότητας. Γιατί όσο πιο ατάραχα ζει ένας άνθρωπος τόσο πιο μεγάλο μυστικό έχει ανακαλύψει ή αλλιώς καλύπτεται απόλυτα από μια σχέση.
Εκείνος το απέδιδε στην δουλειά της πιστοποίησης. «Είσαι το τέλειο δείγμα μου» την κολάκευε;. «Σε προσάρτησα σ` εμένα. Μέσα από εμένα πιστοποιείς την ζωή και τα συναισθήματά σου απέναντι στους άλλους». Του το αναγνώριζε. Αναπλήρωνε κεφάλαια και φέτες ζωής, που εν τω μεταξύ είχε χάσει και την οδηγούσε να αισθάνεται λιγότερη ανασφάλεια για όσα δεν έκανε, για όσα δεν πρόλαβε, για όσα δεν έζησε, νομίζοντας πως η ζωή της δεν ήταν δική της, αλλά η ζωή μιας άλλης, που την χαράμιζε έτσι ανέμελα, χωρίς να της καίγεται καρφί για τον χρόνο που έφευγε έτσι άδικα.
Ερμήνευσε την κεκτημένη του ταχύτητα, ως μια προσπάθειά του να ξεμπερδεύει από μια προηγούμενη αγχωμένη σχέση του. Τον πίεζαν να μην κρατήσει πολύ, γιατί δεν υπήρχε χρόνος. Ηταν ένα επιπόλαιο κι αγχωμένο πήδημα σ’ ένα εργοστάσιο επίπλων κουζίνας, όπου τον κάλεσαν να επιμεληθεί την γραμμή παραγωγής κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να πηδήξει την γυναίκα του αφεντικού, μέσα στο γραφείο του, πάνω στο σκληρό τραπέζι των συσκέψεων, ανασηκώνοντας στο σώμα του την μυρωδιά της φορμάικα και της ξυλόκολλας, που τώρα εισχωρούσε στα ρουθούνια της.
Δεν την πείραξε καθόλου που πήγε με μια ηλικιωμένη γυναίκα, την οποία επισκέφθηκε για να ζητήσει την ψήφο της στις δημοτικές εκλογές και αυτή, αφού του πρόσφερε ένα ζαχαρωμένο συκαλάκι του άνοιξε τα πόδια και τον διεκδίκησε δυναμικά. «Η ψήφος περνά από εδώ» και του υπέδειξε την οδό της,ενώ αυτός την κοιτούσε αποσβολωμένος. Στο τέλος η εβδομηντάχρονη του σκούπισε τα βρεγμένα πόδια με τα μαλλιά της και του αποκάλυψε ότι είχε να κάνει έρωτα πολύ καιρό. Κι αυτός παραξενεύτηκε που τίποτα δεν είχε χαλαρώσει επάνω της, τίποτα δεν πειράχθηκε κι όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια. . Το αυθάδικο βλέμμα και ύφος μιας φοιτητριούλας απλώθηκε σ’ όλο το βλέμμα,αλλά και το σώμα του και η νεανικότητά της αποτυπώθηκε στον τρόπο που την αντιμετώπιζε για καιρό, αφού διέκρινε μια καχυποψία που τον εμπόδιζε να είναι ο εαυτός του και να της δίνεται, όπως είχαν συνηθίσει. Για να το ξεπεράσει αγωνίστηκε πολύ. Η μικρή κι άγουρη κοπελίτσα της κλόνισε την αυτοπεποίθησή της.
Πιστοποιώντας τα συναισθήματά της την βοήθησε να ανεχθεί και την μυρωδιά της συζύγου του. Την είχε συνηθίσει και της ήταν οικεία. Δεν την αιφνιδίαζε, ούτε της κακοφαινόταν, ούτε τον κάκιζε πια, που δεν την εγκατέλειπε για την ίδια. Σχεδόν θα έλεγε πως την αγαπούσε κι ας μην ήξερε τίποτα γι΄ αυτήν. Μπορεί και να δικαιολογούσε το αυτάρκες και ικανοποιημένο ύφος, εκείνης που τον είχε μόνιμα στο κρεβάτι της.
Οσο έμενε μαζί του ήθελε να είχε συμβάλλει με τις δικές τις δυνάμεις στην τροφή του, το στέριωμά του, το λαμπύρισμά του, στην έκλαμπρη φανέρωσή του. Ηθελε να τον ταίζει, να του ετοιμάζει την γωνιά του, να κατακλιθεί και να τον καμαρώνει, καθώς αποκοιμιόταν ευχαριστημένος. Η θωπεία του βλέμματός της τον τύλιγε την ώρα του μικρού ύπνου του.
*********
Εζησαν μαζί και χώρια, για έξι χρόνια.
Μια θητεία, ένα σχολείο, ίσως το δημοτικό του έρωτά της, διάστημα στο οποίο έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για την δουλειά του κι είχε ασκήσει επάνω της τις αρχές της πιστοποίησης, που την κρατούσαν δέσμιά του.Της είχε πλασάρει τόσο καλά το σώμα του, που κάθε της κύτταρο ήταν συντεταγμένο στους ορισμούς και τις επιθυμίες του.
Εξι χρόνια δεν ξεστράτισε ρούπι. Πιστή. «Θα μείνω και θα γεράσω δίπλα σου» του έλεγε κι αυτός, αστειευόμενος απαντούσε «αυτό μοιάζει σαν απειλή».
Το ήξερε ότι ήταν μονομερές. Κι αυτό εγκυμονούσε τον κίνδυνο να την βαρεθεί. Ενας άντρας βαριέται και το πήδημα είναι αποσπασματικό δέσιμο. Εκείνος δεν μπορούσε να πιστοποιήσει τα ευγενή του συναισθήματα και να αισθάνεται πάντα δεμένος μαζί της, όπως έκανε εκείνη. Για να πιστοποιήσεις κάτι πρέπει να υπάρχει.
Όταν σταμάτησε να την βλέπει, εκείνη αρρώστησε. Ο πόνος της στέρησης την τύφλωνε. Τον ζητιάνευε. Τον περίμενε στη δουλειά. Τον πολιορκούσε. Τότε μόλις κατάλαβε πόσο περίπλοκη ήταν η σχέση τους. Πόσο την είχαν επηρεάσει οι διατάξεις του, οι υπολογισμοί του, οι διευθετήσεις του. Το σώμα της πια υπάκουε μηχανικά μόνο στις δικές του εντολές.
Ηταν η πιο καλορρυθμισμένη του πιστοποίηση. Κι απόδειξη ότι τον αναζητούσε πάντα. Με όλες τις αισθήσεις στο φουλ. Τρελά. Δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τις ρυθμίσεις του.
Πονούσε από την απουσία του.
Πιστοποιημένη μέχρι τέλους στα αόρατα δεσμά του.



* ανέκδοτο διήγημα που περιλαμβάνεται σε υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων.



*Το παρών κείμενο «δανειστήκαμε» από  το  site της  Δημόσιας  Βιβλιοθήκης  Σερρών

H Όλγα Σελλά της “Καθημερινής” για τις εκδόσεις της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Kαβάλας


                                     Η «βεντάλια» μιας πόλης  -  Της Ολγας Σελλα





«Στην Καβάλα γεννήθηκα κι έζησα, σαν μικρό παιδί, τα ευτυχισμένα προπολεμικά της χρόνια. Τότε που οι μεγαλοκαπνέμποροι καίγαν χιλιάρικα για ν’ ανάψουν ένα τσιγάρο, φωταγωγούσαν καράβια για να ’χουν πιο όμορφη θέα από τις βεράντες τους, στα γλέντια που κάναν. Τότε που η φράση “η κόρη μου παίρνει καπνεργάτη” είχε νόημα, γιατί το επάγγελμα ήταν κατοχυρωμένο κι ο μισθός του καπνεργάτη ήταν μισθός διευθυντή. Τότε και οι καπνοπαραγωγοί ζούσαν καλά· πουλούσαν τον καπνό μια λίρα την οκά και κάθε χρόνο αύξαιναν την καλλιέργειά του. Το χωριό Παράδεισος, κοντά στο Νέστο, ήταν αληθινός παράδεισος. Τότε ακόμα, στα χωριά, δεν είχε φανεί ο περονόσπορος».
Είναι ένα απόσπασμα από το αφήγημα του Καβαλιώτη συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού και περιλαμβάνεται στην έκδοση «Εκτός των τειχών», που είχε κυκλοφορήσει το 1965 από την «Εστία». Αυτή τη φορά το ξανασυναντούμε σ’ έναν συλλογικό τόμο, του οποίου όλα τα κείμενα συνδέει η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχή της.
Η έκδοση, που δεν είναι φετινή, περιλαμβανόταν σ’ ένα μεγάλο πακέτο που περιείχε τέσσερα, συνολικά, βιβλία και όλα είχαν ως εκδοτικό φορέα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας: «Το Παγγαίο Ορος στον πεζό λόγο» (επιμέλεια Βασίλη Κυριλίδη), «Βόλτα στην Καβάλα του χθες - Ψηφίδες ιστορίας 1922-1960» (έρευνα, κείμενα Ευθυμίας Γ. Πέγιου) και «Ψυχές στη σκιά» (της Βασιλικής Ντόλου). Επώνυμοι και νεότεροι λογοτέχνες, κοπιώδεις έρευνες που αποκαλύπτουν άγνωστες στιγμές της τοπικής ιστορίας. Σπάνιες φωτογραφίες, αποδελτιώσεις του τοπικού Τύπου, ανάδειξη όψεων μιας μακρινής εποχής. Οπως η «γωνιά των μερακλήδων», στην οδό Αμύντα, ένα μικρό δρομάκι όπου «εγκαταστάθηκαν πολλοί υπαίθριοι ψητάδες» με αυτοσχέδιες φουφούδες και μαγκάλια, πάνω στα οποία στήνονταν τηγάνια και σχάρες. Στην Καβάλα, όχι μόνο υπάρχει Δημοτική Βιβλιοθήκη, αλλά και εκδόσεις κάνει και τιμά τους συγγραφείς που είτε συνδέονται με την περιοχή τους είτε έχουν εμπνευστεί από αυτήν.
Και η αλήθεια είναι ότι ξεφυλλίζοντας κανείς αυτό το «Παλίμψηστο Καβάλας» βρίσκεται μπροστά σε πολλές εκπλήξεις: έχει στη διάθεσή του κείμενα που καλύπτουν μεγάλη χρονική περίοδο - μια λογοτεχνική βεντάλια. Δεύτερο γιατί, προχωρώντας και διαβάζοντας, έρχεται σ’ επαφή με διαφορετικά ύφη γραφής. Τρίτον γιατί σχεδόν σε κάθε γραμμή των πεζών ή των ποιημάτων που περιλαμβάνονται «διαβάζουμε» όψεις της Καβάλας. Κι αυτό είναι ένα γοητευτικό, διαφορετικό ταξίδι. Οπως το «όχημα» του επίσης Καβαλιώτη Γιώργου Χειμωνά: «...το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, την θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Τα πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους λικνίζονταν ελαφριά, με ένα ήμερο χορτασμένο άφημα στα στερά βαθειά νερά. Αισθανόμουν την διαρκή, ατέλειωτη ηδονή που ρουφούσαν από την θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχθούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες».

ΦΘΗΝOTEΡΕΣ ΚΑΤΑ ΠΟΛΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΡΟΚ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΑ




 

Μέχρι τώρα  οι περισσότεροι Βορειοελλαδίτες  πήγαιναν στη Βουλγαρία για να ψωνίσουν  φτηνά τρόφιμα  , να γεμίσουν το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου  τους με φτηνή βενζίνη  και να φτιάξουν τα δόντια τους  οικονομικά στους οδοντιάτρους του Ζαντάνσκι και του Πηρίν. Το τελευταίο διάστημα όμως ανακάλυψαν  την Βουλγαρία  και για ένα ακόμη λόγο , για τα φτηνά ……..Live που διοργανώνονται στη χωρά αυτή  αφού εκεί μπορούν να δουν συναυλίες  μεγάλων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων  με πολύ μικρότερο κόστος από ότι στην Αθήνα  . Και για να γίνω πιο σαφής  ο φίλος μου ο Χρήστος από την Καβάλα παρακολούθησε το διήμερο  Hard-rock  Sonisphere Festival  με τους Metallica τους  Slayer τους  Anthrax και τους   Megadeth στη Σόφια   που κόστιζε 60 ευρώ και περιελάμβανε στο πρόγραμμα του και τους Γερμανούς Rammstein . Στην Αθήνα το ίδιο φεστιβάλ  διαρκούσε περισσότερες ήμερες γιατί οι Rammstein έπαιζαν τρεις ήμερες  αργότερα και χρειαζόσουν  περίπου 130 ευρώ  συν τα έξοδα που θα έκανες για τις επιπλέον ήμερες που θα έμενες .Δεν είναι μονό το γεγονός  πως είναι πιο φτηνά τα εισιτήρια  των συναυλιών στην γειτονική χωρά , είναι συνολικά και όλο το πακέτο . Βγάλτε μπλοκάκι και σημειώστε , το ταξίδι για τη Σόφια  είναι πιο σύντομο  από εκείνο προς την Αθήνα, και κοστίζει λιγότερο για κάποιον που κινείται με αυτοκίνητο αφού η βενζίνη εκεί πολύ πιο φτηνότερη . Αν χρειαστείς  να μείνει και μια ημέρα το ξενοδοχείο είναι κάτω από τα 50 ευρώ , ένα καλό γεύμα κοστίζει γύρω στα 10 ευρώ , ενώ κατά την διάρκεια της συναυλίας μπορείς να πιεις την μπύρα σου  με κόστος μόνο ένα ευρώ και να φας ένα σάντουιτς   με 1,5 ευρώ , όταν αντίστοιχα η μπύρα στην Αθήνα κοστίζει 4 ευρώ και αλλά τόσα ένα σαντουιτσάκι της ….συμφοράς.

* Τα εισιτήρια των συναυλιών στην Βουλγαρία μπορείτε να τα παραγγέλλετε  μέσω internet  από την  Eventim  θυγατρική  της αντίστοιχης Γερμανικής  εταιρείας ,γεγονός που σου εξασφαλίζει  κάποια εμπιστοσύνη ότι δεν θα χάσεις τα χρήματα σου

Ατόφιο μπλούζ απο τον Νίκο Τσιαμτσίκα και τους “Blues Report”


Ο Νίκος Τσιαμτσίκας και οι “Blues Report” είναι μια ανερχόμενη Rhythm n’ Blues μπάντα, που έχει σημειώσει αξιόλογη πορεία μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια  που δραστηριοποιείται στις μουσικές σκηνές της Αθήνας. Με μοναδικές κάθε φορά, εμφανίσεις σε μερικά από τα γνωστότερα κλάμπ της Αθήνας, που επιβραβεύτηκαν από τους εκατοντάδες φίλους τους κάθε φορά, οι «Blues Report» του γνωστού δημοσιογράφου του ΑLTER  Νίκου Τσιαμτσίκα, μεταφέρουν με σεβασμό στη σκηνή, τη δόνηση, τον παλμό, πασίγνωστων κομματιών του  της blues σκηνής του Chicago όπως τα :  “messing with the kid”, “I ain’t got you”, “Help me”, Sweet home Chicago”, “Hoochie Coochie man” και δεκάδων άλλων, αποδίδοντας με απαράμιλλο τρόπο, ερμηνευτές και δημιουργούς, όπως οι :  Willie Dixon, Buddy Guy, Billy Boy Arnold, Magic  Slim, Cap Calloway και άλλοι. Η ανάταση που προκαλεί το χειροκρότημα του κοινού, που φαίνεται να περνάει περίφημα, είναι το μέγα όφελος για τους ερασιτέχνες μουσικούς  (με επαγγελματική παιδεία), οι οποίοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στη σκηνή και δεν είναι και λίγοι :   Ο Νίκος Τσιαμτσίκας είναι στα φωνητικά , στις κιθάρες είναι ο “mr man”  Δημήτρης Μαθέας και ο «πολύς» Παύλος Ξένος, στα Μπάσο ο “handsome” Γιάννης Σαμαράς, στα τύμπανα “The Beast” Τάσος Δημητριάδης,  στο Σαξόφωνο ο “mr sax” Βαγγέλης Παναγιωταράκος και στη φυσαρμόνικα ο “good old”  Γιάννης Κάπος.  Ελπίζουμε να τους δούμε  σύντομα live    και στην Καβάλα ……..

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

BLUES WIRE + NICK AND THE BACKBONE : The story of the blues......







Πρωτοάκουσα τους Blues Wire …… on stage στο «Παλιό Ωδείο»   της Καβάλας πριν από  20 περίπου χρόνια, το κορυφαίο συγκρότημα blues μουσικής όχι μόνο στην χώρα μας αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Δημιουργήθηκαν το 1983 από τους Ηλία Ζάικο και Σωτήρη Ζήση και οι αρχικές εμφανίσεις τους πραγματοποιήθηκαν ως BluesGang. Από τότε κατάφεραν να διατηρηθούν για πάνω από 20 χρόνια στην επικαιρότητα με θαυμαστή συνέπεια και αφοσίωση . Έχουν στο ενεργητικό τους πάνω από 10 δίσκους, αμέτρητες συναυλίες, δεκάδες εμφανίσεις σε τηλεοπτικούς σταθμούς, και το σπουδαιότερο μια πλειάδα συνεργασιών με κορυφαία ονόματα του είδους, αλλά και την εκτίμηση και αποδοχή των συναδέλφων τους. Τους έχω απολαύσει σε εξαιρετικές συνεργασίες που έχουν πραγματοποιήσει στην πολυκύμαντη καριέρα τους, ξεχώρισα όμως αυτές με τον κυριότερο εκπρόσωπο του Chicago blues τον Buddy Guy, τον Βρετανό John Mayall, τον Louisiana Red , και τον μοναδικό John Hammond.
Στη πορεία αποχώρησαν από το συγκρότημα ο Νίκος Ντουνούσης και λίγο αργότερα ο Αλέξης Αποστολάκης , και το 1995 δημιουργούν το συγκρότημα NicK and the Backbone . Το 1999 κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Cracking Under Pressure με τη συνεργασία του θρυλικού Ελληνοαμερικανού Nick Gravenites που υπήρξε για πολλά χρόνια συνεργάτης και «κολλητός» της Janis Joplin . Οι Nick and the Backbone έχουν στο ενεργητικό τους και αυτοί σημαντικές συνεργασίες όπως με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Louisiana Red , τον Johnny Nicolas, την Nelly Travis, την Dolores Scott (από το Σικάγο) και τον Phil Guy.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΝEW YORK - HARLEM : "COTTON CLUB" ΚΑΙ "ΘΕΑΤΡΟ APOLLO".....ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΕ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ










H συνοικία του Harlem στη Νέα Υόρκη εκτείνεται από την 110η μέχρι την 168η Οδό. Έχει συνδεθεί στενά με την ιστορία της πόλης, ενώ έγινε ο νέος προορισμός για μαύρους του Νότου και κέντρο της Αφροαμερικανικής κουλτούρας.
Τις δεκαετίες του ’30 του ΄40 και του΄50 μεγάλα ονόματα της blues αλλά και της jazz μουσικής καθήλωσαν χιλιάδες θεατές στο θρυλικό «Θέατρο Apollo» και το φημισμένο «Cotton club». Εξαιρετικοί καλλιτέχνες ξεκίνησαν την καριέρα τους από τα δυο αυτά δημοφιλή μαγαζιά , τι να πρωτοθυμηθούμε τις εμφανίσεις του Τζέημς Μπράουν, των «Σαπρήμς» ,της Νταιάνα Ρός , του Stevie Wonder, του Michael Jackson, της Lauryn Hill , των «Τζάκσον Φάιβ» , του Αλ Γκρήν,του Β.Β King, στο «Θέατρο Apollo», ή του Ντιούκ Ελλινγκτον του Κάμπ Κάλογουει , της Μπίλλυ Χόλινταιη ,του Λούις Άρμστρονγκ και της Λίνας Χορν στο «Cotton club» . Στα χρόνια των ’80s και των ’90s το Ηarlem απαξιώθηκε εξαιτίας της υψηλής εγκληματικότητας… Τότε ήταν που συμμορίες νεαρών έγιναν ο φόβος και ο τρόμος της Νέας Υόρκης. Όλα αυτά αμαύρωσαν την κουλτούρα και την ανάπτυξη της περιοχής, καθώς αναδεικνυόταν η σκοτεινή πλευρά της . Ο ξεναγός μου το ξεκαθάρισε …….δεν σας συνιστώ να επισκεφτείτε μονός το Χάρλεμ είναι επικίνδυνα , και ιδίως μετά τις 8 το απόγευμα τα πράγματα …δυσκολεύουν .Το σαράκι της μουσικής όμως μου …..έτρωγε τα σωθικά μου , ήθελα οπωσδήποτε να επισκεφτώ και να γνωρίσω από κοντά τα δυο αυτά θρυλικά μαγαζιά . Άφησα το γκρουπ να συνεχίσει την ξενάγηση σε αλλά πιο hot-spot μέρη της Νέας Υόρκης, κι εγώ ακούγοντας τη φωνή της…… καρδιάς μου αποφάσισα να πάω στο Χάρλεμ . Η πρώτη εικόνα που σχηματίζω για την μαύρη συνοικία είναι θετική, κατευθύνομαι στο “Apollo Theater” αλλά δυστυχώς είναι κλειστό (έχει ρεπό το προσωπικό) πιάνω κουβέντα με τον Μόουζες τον φύλακα και με κατατοπίζει σχετικά .Μετά τα «πέτρινα χρόνια» το Χάρλεμ προσπαθεί να σταθεί στα ….πόδια του ,μια δυναμική κοινότητα μαύρων και Ισπανών προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή και ελπίδα στην πολύπαθη αυτή συνοικία . Συνεχίζω με το Cotton Club που σήμερα είναι ανοιχτό και το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα σόου με την τοπική ντίβα «Queen Lucy» .Δεν είναι βέβαια το αυθεντικό club που γνωρίσαμε μέσα από τις ταινίες και τους δίσκους βινυλίου αφού έκλεισε το 1936, εν μέσω εξέγερσης των καταπιεσμένων μαύρων κατοίκων του Χάρλεμ, για να ξανανοίξει λίγο αργότερα στη γωνία της 48ης οδού και της Broadway, όπου και έμεινε μέχρι το 1940. Τότε έκλεισε οριστικά, και μαζί του και μια ολόκληρη εποχή!!!! Κι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, το 1978 άνοιξε εκ νέου, με νέα διεύθυνση, αλλά πάντα με τον κοτσονάτο Κάμπ Κάλογουει στο πρόγραμμα (απόδειξη του σφρίγους του, η ερμηνεία του Minnie the Moocher στην ταινία Blues Brothers, το 1981). Κι αν ο Κάλογουεϊ σήμερα είναι μακαρίτης, το Cotton Club συνεχίζει να πουλάει νοσταλγία, swing και κλακέτες στους τουρίστες της Νέας Υόρκης...Και η επιστροφή στο ξενοδοχείο μας στο Μανχάταν με το μετρό αργά το βράδυ ήταν ήσυχη και …..ασφαλής .